- ευδρακης
- εὐδρακήςεὐ-δρᾰκής2досл. зоркий, перен. чуткий
(πάντων ἐν νόσῳ εὐ. ὕπνος Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πάντων ἐν νόσῳ εὐ. ὕπνος Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ευδρακής — εὐδρακής, ές (Α) οξυδερκής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δρακής (< δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»), τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα δρακ τού δερκ (πρβλ. αόρ. β έ δρακ ον) πρβλ. α δρακής] … Dictionary of Greek
εὐδρακής — sharp sighted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)